ἀντοικτείρω

Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 264] wieder bemitleiden, Eur. Ion. 312.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοικτείρω: οἰκτείρω τὸν οἰκτείραντά με, καὶ αὐτὸς λυποῦμαι δι’ αὐτόν, ἡμεῖς σ’ ἄρ’ αὖθις, ὦ ξέν’, ἀντοικτείρομεν Εὐρ. Ἴων 312.

French (Bailly abrégé)

c. ἀντοικτίρω.

Greek Monotonic

ἀντοικτείρω: μέλ. -ερῶ, οικτίρω με τη σειρά μου, τινά, σε Ευρ.