γομφόω

Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A fasten with bolts or nails, esp. of ships, ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447:—mostly in Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, A.Supp.440, cf.Ar.Eq.463, AP11.248 (Bianor).    II metaph., curdle, γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33.

German (Pape)

[Seite 501] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.

Greek (Liddell-Scott)

γομφόω: συναρμόζω, συνδέω διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἴκρια γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται σκάφος, τοῦ πλοίου τὸ κοίλωμα εἶναι ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐγόμφωσα;
Pass. ao. ἐγομφώθην, pf. γεγόμφωμαι;
assujettir avec des chevilles.
Étymologie: γόμφος.

Spanish (DGE)

1 unir, ensamblar o armar por medio de grapas o machihembrado διάτοιχα IG 22.463.57 (IV a.C.), esp. de barcos ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447, cf. Poll.1.84, en v. pas. γεγόμφωται σκάφος el casco del barco está rematado A.Supp.440, cf. Orph.A.259, AP 11.248 (Bianor)
por otros medios, tb. en v. pas. ser o estar clavado γομφωθεὶς σκολόπεσσι de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11, γεγόμφωνται δ' ἅπαντες están todos (los dientes) implantados Gal.2.754
sent. obs. de los maricas pasivos γομφούμενοί τε καὶ διασφηνούμενοι Ps.Archil.291.5
fig. πράγματα ... γομφούμενα planes bien armados Ar.Eq.463.
2 ligar, cuajar ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.B 33.

Greek Monotonic

γομφόω: μέλ. -ώσω, συνδέω με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται σκάφος, το κοίλωμα (το σκαρί) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ.