γενναιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A the character of a γενναῖος, nobility, E.Ph. 1680, Th.3.82; of land, fertility, X.Cyr.8.3.38, Plb.3.44.8; noble birth, J.AJ19.3.1; high spirit, of colts, Max. Tyr.7.8.
German (Pape)
[Seite 483] ητος, ἡ, das Wesen des γενναῖος, Adel, Edelsinn, Eur. Phoen. 1694; Thuc. 3, 82; Pol. 1, 59, 7. Vom Lande, Fruchtbarkeit, Xen. Cyr. 8, 3, 38 Pol. 3, 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
γενναιότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ γενναίου, εὐγένεια, Εὐρ. Φοιν. 1680, Θουκ. 3. 82· ἐπὶ γῆς, εὐφορία, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
qualité d’une âme bien née, générosité, noblesse ; p. anal. en parl. du sol générosité, fécondité.
Étymologie: γενναῖος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 alto nacimiento, noble cunadel emperador Claudio, I.AI 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.ND 31
•de pueblos nobleza γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8
•de anim. pura raza Max.Tyr.1.8.
2 nobleza de alma γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.Ph.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6
•conducta noble, entereza, gallardía, generosidad ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.Ep.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2Ma.6.31, τοῦ βουλεύματος I.BI 7.406, cf. LXX 4Ma.17.2, ἠθῶν Phld.Mus.4.1B.9, Mac.Aeg.Serm.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires Mart.Pol.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.Stoic.3.226.
3 fertilidad (τὸ γῄδιον) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.Cyr.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8.
Greek Monotonic
γενναιότης: -ητος, ἡ (γενναῖος), η ευγένεια του χαρακτήρα, η αριστοκρατική συμπεριφορά, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για το έδαφος, η γονιμότητα, η ευφορία του εδάφους, σε Ξεν.