γῄδιον
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
τό, Dim. of γῆ, little farm, piece of land, Ar. Pax 570, Fr. 387.2, Arist.Pol. 1320a39, Ph. 2.541, POxy. 1559.11 (pl., iv AD); μικρὸν γ. X. Cyr. 8.3.38.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): γήδιον Arist.Pol.1320a39, Luc.Tim.31, Abd.27, A.D.Adu.174.27, Plu.Aem.28, Sch.A.Th.304-311a; γείδιον Did.OG 1.10
pequeña parcela de tierra, finquita, terrenito τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ ... τὸ γ. Ar.Pax 570, cf. Fr.402.2, γηδίου κτῆσις Arist.l.c., βραχὺ γ. Ph.2.541, ὑπόλιθον γ. Luc.ll.cc., γ. δεκατάλαντον Philostr.VS 615, cf. PSI 571.11 (III a.C.), PMich.Zen.46.19 (III a.C.), PLugd.Bat.20.67.8 (III a.C.), D.C.23.2, Philostr.Her.4.13, POxy.1559.11 (IV d.C.), PMasp.3.16 (VI d.C.), PStras.472.14, 490.2 (VI d.C.), Sch.A.l.c., EM 230.3G.
•c. adj. dim. μικρὸν γ. X.Cyr.8.3.38, Plu.l.c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bien de terre, petit domaine.
Étymologie: dim. de γῆ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γῄδιον -ου, τό [γῆ] stukje grond:. ὑπόλιθον γῄδιον stukje grond vol stenen Luc. 25.31.
Russian (Dvoretsky)
γῄδιον: или γήδιον τό маленький участок земли, землишка Arph., Xen., Arst., Plut.
Greek Monotonic
γῄδιον: τό, υποκορ. του γῆ, μικρό κομμάτι γης, σε Αριστοφ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
γῄδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γῆ, μικρὸν τεμάχιον γῆς, χωράφι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570, Ἀποσπ. 344. 2, Ἀριστ. Πολ. 6. 5, 8 · μικρὸν γ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38.