θηρόβοτος

Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A where wild beasts feed, ἐρημοσύνη AP9.4 (Cyllen.), cf. Phalar.Ep. 34.

German (Pape)

[Seite 1210] von wilden Thieren beweidet, ἐρημοσύνη Cyllen. 1 (IX, 4).

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβοτος: -ον, ἔνθα τρέφονται ἄγρια ζῷα, ἐρημοσύνη Ἀνθ. Π. 9. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, βόσκω.

Greek Monolingual

θηρόβοτος, -ον (Α)
1. ο τόπος όπου τρέφονται άγρια ζώα ή που συντελεί στην εμφάνιση θηρίων («θηρόβοτος ἐρημοσύνη», ΑΠ)
2. θηριοσύχναστος άγριος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, ιππό-βοτος].

Greek Monotonic

θηρόβοτος: -ον (βόσκω), εκεί όπου τρέφονται τα άγρια ζώα, σε Ανθ. Π.