εὐήνωρ

Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Dor. εὐάνωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, Hom. (only in Od.), prob. '

   A the joy of men', φέρον δ' εὐήνορα οἶνον 4.622; φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν 13.19.    II later, of communities, etc., well-manned, abounding in brave men, Pi.O.1.24, 6.80, etc.; λαός Id.N.10.36; ἵππος, of the Trojan horse, Tryph.468.

German (Pape)

[Seite 1067] ορος (ἀνήρ), gut für den Mann, mannhaft; χαλκός Od. 13, 19 (71, L. τὸν ἄνδρα εὖ τιθείς); οἶνος 4, 622, dem Manne zuträglich, od. ihn kräftigend (VLL, L. ὁ ἀνδρείαν ποιῶν); γάμων εὐήνωρ θεσμός Orph. Arg. 882, den Mann zierend; Hesych. erkl. εὐήνορα, ἀγαθά, λαμπρά. – Bei Pind. in dor. Form εὐάνωρ, mit guten, starken Männern, reich an guten Männern, wie εὔανδρος, Ἀρκαδία, Πέλοπος ἀποικία, Ol. 5, 80. 1, 24, λαός, Ἀχαρναί, N. 10, 36. 2, 17; so nennt Tryphiod. 468 das trojanische Pferd εὐήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήνωρ: Δωρ. εὐάνωρ ᾱ, ορος, ὁ, ἡ, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ὀδ.) ἐπὶ οἴνου, ὁ ἀνδρείας περιποιητικός, φέρον δ’ εὐήνορα οἶνον Δ. 622· ἐπὶ χαλκοῦ, ὁ κοσμῶν τὸν ἄνδρα, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνδρείαν, καθότι ἐχρησίμευεν εἰς ὁπλοποιίαν, φέρον δ’ ευήνορα χαλκόν Ν. 19. ΙΙ. παρὰ Πινδ. ἐπὶ πόλεων, κτλ., ἔχουσα καλούς ἄνδρας, ἀφθονοῦσα εἰς γενναίους ἄνδρας, ὡς τὸ εὔανδρος, Ο. 1. 37, 6. 136, κτλ.· ἵππος εὐ., ὁ ἐγκλείων γενναίους ἄνδρας, ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 468.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 bon pour l’homme, qui convient à l’homme, viril;
2 qui rend fort (vin).
Étymologie: εὖ, ἀνήρ.

English (Autenrieth)

ορος (ἀνήρ): manly or ‘inspiring manliness,’ χαλκός, οἶνος, ν 1, Od. 4.622. (Od.)

Greek Monolingual

εὐήνωρ και δωρ. τ. εὐάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διεγείρει ή δυναμώνει τον άνδρα (α. «φέρον δ' εὐήνορα οἶνον» β. «φέρον δ' εὐήνορα χαλκόν», Ομ. Οδ.)
2. (για πόλη, χώρα κ.λπ.) εύανδρος («ἐν εὐάνορι Λυδοῡ Πέλοπος ἀποικία», Πίνδ.)
3. φρ. (για τον δούρειο ίππο με τους γενναίους πολεμιστές) «φυὴν εὐήνορος ἵππου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήνωρ, αρχαία μορφή του ανήρ ως β' συνθετικού (πρβλ. αγ-ήνωρ, φθεισ-ήνωρ)].

Greek Monotonic

εὐήνωρ: Δωρ. -άνωρ[ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που κοσμεί, στολίζει άνδρα, αυτός που ενισχύει τον άντρα, σε Ομήρ. Οδ.