λεπτόν

Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 30] τό, sc. νόμισμα, ein kleines Stück Geld, kleine Münze, N. T – Bei S. Emp. adv. astrol. 5 der sechszigste Theil eines Grades.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 (s.e. νόμισμα) petite pièce de monnaie, menue monnaie;
2 (s.e. ἔντερον) l’intestin grêle;
3 (s.e. μέρος) minute, soixantième partie d’un degré.
Étymologie: λεπτός.

English (Strong)

neuter of a derivative of the same as λεπίς; something scaled (light), i.e. a small coin: mite.

Greek Monolingual

λεπτόν, τὸ (ΑM)
βλ. λεπτό.

Greek Monotonic

λεπτόν: (ενν. νόμισμα), τό, πολύ μικρό νόμισμα, απειροελάχιστη ποσότητα χρημάτων (το 1/6 της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη