ὑγρώσσω
English (LSJ)
A moisten, A.Ag.1329.
German (Pape)
[Seite 1172] poet. statt ὑγράζω, naß, feucht sein, Aesch. Ag. 1302.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρώσσω: ὑγραίνω, βρέχω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1329.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être humide.
Étymologie: ὑγρός.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) υγραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κατάλ. -ώσσω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδι-ώσσω, λοιμ-ώσσω)].