ἐνδίφριος

Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, (δίφρος)

   A sitting on the same seat, ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33, cf. 38.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, der neben Einem am Tische sitzt, Tischgenoß, Xen. An. 7, 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίφριος: -ον, (δίφρος) ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης, παρὰ τὸν δίφρου αὐτοῦ ἱκέτης, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33· ὁμοτράπεζος, αὐτόθι 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sur un siège ou à table près de qqn, compagnon de table, convive.
Étymologie: ἐν, δίφρος.

Spanish (DGE)

-ον
que comparte asiento, compañero de mesa, comensal ἐκαθεζόμην ἐ. X.An.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.An.7.2.38.

Greek Monolingual

ἐνδίφριος, -ον (Α)
1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον
2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» — ικέτης πλάι στον δίφρο του.

Greek Monotonic

ἐνδίφριος: -ον (δίφρος), αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.