κρεουργέω

Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A cut up like a butcher, J.AJ13.12.6: hence, butcher, mangle, Luc.Syr.D.55, D.L.9.108:—Pass., Ph.2.544, D.C.75.7.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργέω: κατακόπτω κρέας ὡς ὁ κρεουργός, κατακόπτω, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 55, Διογ. Λ. 9. 108. ― Παθ., Φίλων 2. 544, Δίων Κ. 75. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper de la viande par morceaux.
Étymologie: κρεουργός.

Greek Monotonic

κρεουργέω: μέλ. -ήσω, κόβω κρέας σαν χασάπης (κρεουργός), σφαγιάζω, κατακρεουργώ, σε Λουκ.