κατοικτίζω
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ A.Supp.903: = foreg., c. acc. rei,
A πόνους S.OC384, etc.; λακὶς χιτῶνος ἔργον (i.e. χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ A.l.c.:—Med., bewail oneself, utter lamentations, Hdt.2.121.γ, 3.156, A.Eu.121 (prob.); τί κατοικτίζει μάτην; Id.Pr.36:—aor. Pass. κατῳκτίσθην E.IA686: c.acc., as in Act., στρατόν A.Pers.1062 (lyr.). II causal, excite pity, ῥήματα . . κατοικτίσαντά πως S.OC1282.
German (Pape)
[Seite 1403] bemitleiden, bedauern; πάθος Aesch. Eum. 119; τοὺς σοὺς πόνους θεοὶ κατοικτιοῦσιν Soph. O. C. 385; τὰς ξυμφοράς Eur. Heracl. 153; absolut, ῥήματα κατοικτίσαντα, Worte des Mitleids, Soph. O. C. 1284; übertr., schonen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Aesch. Suppl. 880. – Med. = act.; Aesch. Prom. 36; κατοίκτισαι στρατόν Pers. 1062. – Aber bei Her. 3, 156 = sich beklagen, um Anderer Mitleid zu gewinnen; so auch κατῳκτίσθην Eur. I. A. 686.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικτίζω: κατοικτείρω, μετ’ αἰτ. πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 384, κτλ.· λακὶς χιτῶνος ἔργον (ὅ ἐστι χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 903.― Μέσ., θρηνῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐκφέρω θρήνους, Ἡρόδ., 3. 156, Αἰσχύλ. Πρ. 36· καὶ πιθ. κατοικτίζει (ἀντὶ -εις) διορθωτέον ἐν Εὐμ. 121· οὕτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. κατῳκτίσθην, Εὐρ. Ι. Α. 686·― μετ’ αἰτ. πράγμ. ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1062. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, κινῶ τὸν οἶκτον, ῥήματα… κατοικτίσαντά πως Σοφ. Ο. Κ. 1282.
French (Bailly abrégé)
f. κατοικτίσω, att. κατοικτιῶ;
1 avoir pitié de, acc.;
2 exciter la pitié;
3 faire prendre en pitié, faire paraître misérable, acc.;
Moy. κατοικτίζομαι (f. κατοικτιοῦμαι);
1 s’apitoyer sur, acc.;
2 se lamenter.
Étymologie: κατά, οἰκτίζω.
Greek Monolingual
κατοικτίζω (Α)
1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.)
2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ' ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.)
3. μέσ. κατοικτίζομαι
θρηνώ για τον εαυτό μου, λυπάμαι τον εαυτό μου («τὸν ἂν ἴδωνται ἀποκλαύσαντα ἢ κατοικτισάμενον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκτίζω «δείχνω οίκτο, λυπάμαι» (< οἶκτος)].
Greek Monotonic
κατοικτίζω: μέλ. —σω = κατοικτείρω, σε Σοφ.
I. Μέσ., θρηνώ κάποιον, εκφέρω θρήνους, θρηνολογώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως στον Παθ. αόρ. αʹ κατῳκτίσθην, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ. όπως στην Ενεργ., σε Αισχύλ.
II. μτβ., υποκινώ, εγείρω τον οίκτο, σε Σοφ.