ἀποδίομαι

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα . . μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.

French (Bailly abrégé)

sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.

English (Autenrieth)

see ἐξαποδίομαι.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾱ- metri causa]
arrojar αἴ κεν Ἄρηα ... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι Il.5.763.

Greek Monolingual

ἀποδίομαι (Α) δίομαι
αποδιώκω.

Greek Monotonic

ἀποδίομαι: αποθ., ἀποδιώκω, μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.