αποδιώκω
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
κ. -διώχνω (AM ἀποδιώκω)
διώχνω, απομακρύνω
νεοελλ.
1. διώχνω με εύσχημο τρόπο, ξεφορτώνομαι
2. εγκαταλείπω κάποιον, παύω να τον προστατεύω.