ἐξαποδίομαι

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

German (Pape)

[Seite 871] daraus wegscheuchen, μάχης Il. 5, 763, bei Wolf ἐξ ἀποδ.

French (Bailly abrégé)

sbj. ἐξαποδίωμαι;
chasser de.
Étymologie: ἐξ, ἀποδίομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποδίομαι: (ᾱ!) изгонять (τινα μάχης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποδίομαι: Ἀποθ., ἀποδιώκω ἔκ τινος τόπου, αἴ κεν Ἄρηα λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι; Ἰλ. Ε. 763· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως ἐξ ἀποδίωμαι.

English (Autenrieth)

μάχης ἐξᾶποδίωμαι, chase out of the battle, Il. 5.763. (The ᾶ a necessity of the rhythm.)

Greek Monolingual

ἐξαποδίομαι (Α)
διώχνω από κάπου, βγάζω από κάποιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ποιητικός τ. του αποδιώκω].