ἐξαποδίομαι
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
German (Pape)
[Seite 871] daraus wegscheuchen, μάχης Il. 5, 763, bei Wolf ἐξ ἀποδ.
French (Bailly abrégé)
sbj. ἐξαποδίωμαι;
chasser de.
Étymologie: ἐξ, ἀποδίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποδίομαι: (ᾱ!) изгонять (τινα μάχης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποδίομαι: Ἀποθ., ἀποδιώκω ἔκ τινος τόπου, αἴ κεν Ἄρηα λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι; Ἰλ. Ε. 763· ἀλλὰ γράφεται καὶ διῃρημένως ἐξ ἀποδίωμαι.
English (Autenrieth)
μάχης ἐξᾶποδίωμαι, chase out of the battle, Il. 5.763. (The ᾶ a necessity of the rhythm.)
Greek Monolingual
ἐξαποδίομαι (Α)
διώχνω από κάπου, βγάζω από κάποιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ποιητικός τ. του αποδιώκω].