ἀποδίομαι
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
poet. for ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα.. μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (with ᾱ metri gr.) Il.5.763.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾱ- metri causa]
arrojar αἴ κεν Ἄρηα ... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι Il.5.763.
French (Bailly abrégé)
sbj. ἀποδίωμαι;
repousser.
Étymologie: ἀπό, *δίομαι.
German (Pape)
wegjagen, Il. 5.763 μάχης ἐξ ἀποδίωμαι, Bekker ἐξαποδίωμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδίομαι: отгонять, прогонять Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδίομαι: ἀποθ., ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀποδιώκω, αἴ κεν Ἄρηα... μάχης ἐξ ἀποδίωμαι (μετὰ ᾱ ἐν ἄρσει) Ἰλ. Ε. 763.
English (Autenrieth)
see ἐξαποδίομαι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀποδίομαι: αποθ., ἀποδιώκω, μόνον σε ενεστ., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
= ἀποδιώκω, only in pres., Il.