προσόζω

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

pf. προσόδωδα, intr.,

   A smell of, be redolent of, κακοῦ Ar.Fr. 246; ἡδυσμάτων Philem.41; γλυφάνοιο ποτόσδον (Dor. for προσόζον) Theoc.1.28; in late Prose, ἡμερότητος Lib.Ep.219.3.    2 abs., stink, 3pl. aor. προσώζεσαν LXX Ps.37(38).6.

German (Pape)

[Seite 774] (s. ὄζω), 1) zuriechen, d. i. zum Riechen hinhalten, τινί τι, Sp., s. Smd. – 2) intrans., anriechen, anduften, wonach riechen oder stinken, τινός, κοὐχὶ λοπάδος προσῶζεν οὐδ' ἡδυσμάτων, Philemon bei Ath. IV, 133 a.

Greek (Liddell-Scott)

προσόζω: πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

1 communiquer une odeur de, exhaler une odeur de, gén.;
2 abs. sentir mauvais.
Étymologie: πρός, ὄζω.

Greek Monolingual

Α
1. αναδίδω οσμή
2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ)
3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὄζω «βρομάω»].

Greek Monotonic

προσόζω: Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.