ἀνοήμων

Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A without understanding, Od.2.270, 17. 273, Democr.197,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοήμων: -ον, ὁ ἄνευ νοημοσύνης ἢ νοῦ, ἀνόητος, οὐδ’ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι, οὐδ’ ἀνοήμων Ὀδ. Β. 270, 278, Ρ. 273.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
insensé, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, νοήμων.

English (Autenrieth)

unintelligent, unreflecting. (Od.)

Spanish (DGE)

-ον, gen. -ονος
insensato de pers. Od.2.270, 17.273, Democr.B 197, 199.

Greek Monolingual

ἀνοήμων, -ον (Α) νόημα
αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο δίχως νόηση, ανόητος.

Greek Monotonic

ἀνοήμων: -ον (νοέω), ο χωρίς νόηση, αυτός που δεν έχει αντίληψη, σε Ομήρ. Οδ.