πυρρότριχος

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].

Greek Monotonic

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.