λινόδεσμος

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A σχεδία A.Pers.68 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 49] = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδεσμος: -ον, = τῷ ἑπομ., σχεδία Αἰσχύλ. Πέρσ. 68 (Λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié avec des cordes.
Étymologie: λίνον, δεσμός.

Greek Monolingual

λινόδεσμος, -ον (Α)
λινόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].

Greek Monotonic

λῐνόδεσμος: -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ.