λινόδεσμος

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόδεσμος Medium diacritics: λινόδεσμος Low diacritics: λινόδεσμος Capitals: ΛΙΝΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: linódesmos Transliteration B: linodesmos Transliteration C: linodesmos Beta Code: lino/desmos

English (LSJ)

λινόδεσμον, = λινόδετος (bound with flaxen cords, tied with flaxen cords), σχεδία A. Pers. 68 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 49] = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié avec des cordes.
Étymologie: λίνον, δεσμός.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόδεσμος: связанный льняными канатами (σχεδία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδεσμος: -ον, = τῷ ἑπομ., σχεδία Αἰσχύλ. Πέρσ. 68 (Λυρ.).

Greek Monolingual

λινόδεσμος, -ον (Α)
λινόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].

Greek Monotonic

λῐνόδεσμος: -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λῐνό-δεσμος, ον = λῐνόδετος, Aesch.]