σύσπονδος
English (LSJ)
ον,
A = ὁμόσπονδος, Aeschin.2.163 (pl., v.l.).
German (Pape)
[Seite 1043] mit, zugleich das Trankopfer verrichtend, = συσπένδων, neben σύσσιτος, Aesch. 2, 163.
Greek (Liddell-Scott)
σύσπονδος: -ον, = ὁμόσπονδος, Αἰσχίν. 50. 9, πρβλ. ὁμόσπονδος.
Greek Monolingual
-ον, Α
ομόσπονδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπονδος (< σπονδή < σπένδω), πρβλ. παρά-σπονδος, υπό-σπονδος].
Greek Monotonic
σύσπονδος: -ον (σπονδή), = ὁμόσπονδος, σε Αισχίν.