ὄρρος
English (LSJ)
ὁ,
A end of the os sacrum (cf. ὀρροπύγιον), Gal.19.127, Sch.Ar. Pl.122, Moer.p.284 P., Ath.13.565f; but Ammon. (Diff.p.27) identifies it with ταῦρος 111, cf. Poll.2.173 ; = τράμις, Ruf.Onom.101. 2 generally, rump, Ar.Ra.222, Pax1239, Lys.964, etc. (The orig. form was prob. ὄρσος (contained in Ion. ὀρσοπύγιον, v. ὀρροπ-, and perh. in ὀρσοθύρη), cf. OE. ears, OHG. ars, etc.: akin also to οὐρά.)
Greek (Liddell-Scott)
ὄρρος: (Β), ὁ, τὸ ἄκρον τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ (πρβλ. ὀρροπύγιον), Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 122, Μοῖρις 284· ἀλλ’ ὁ Ἀμμώνιος ταυτίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ ταῦρος ΙΙΙ, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 173. 2) καθόλου πυγή, γλουτός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 222, Εἰρ. 1239, Λυσ. 964, κτλ. Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθ. ὄρσος, πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. œrs, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. ars, κτλ.· ὡσαύτως συγγενὲς τῷ οὐρά, ἀλλ’ οὐχὶ τῷ ὀρρωδέω.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
extrémité de la colonne vertébrale, sacrum ; en parl. d’animaux croupion.
Étymologie: cf. οὐρά.
Greek Monotonic
ὄρρος: ὁ, το άκρο του οστού κόκκυγας, όπου βγαίνουν τα φτερά του πουλιού, σε Αριστοφ.