τροχηλάτης

Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)

   A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39.    2 τ. ἵππος, = currilis equus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.