ἀποκερματίζω

Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A break into small pieces, Porph.Sent.37.    2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.

French (Bailly abrégé)

1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.

Spanish (DGE)

(ἀποκερμᾰτίζω) 1 despedazar, dividir fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.Sent.37.
2 deshacer, disipar (τὸν βίον) AP 7.607 (Pall.).

Greek Monotonic

ἀποκερμᾰτίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., ἀποκερματίζω τὸν βίον, δαπανώ, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Ανθ.