ἀρτεμία

Revision as of 21:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A soundness, health, AP9.644 (Agath.), Procl. H.1.42: pl., recovery, Max.184.

German (Pape)

[Seite 361] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Agath. 55 (IX, 644).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτεμία: ἡ, ἀβλάβεια, ἀσφάλεια, ὑγεία, Ἀνθ. Π. 9. 644· πλ., Μάξ. π. κατ. 184.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
intégrité, particul. bonne santé.
Étymologie: ἀρτεμής.

English (Slater)

ἀρτεμία v. ἀτρεμία

Greek Monolingual

ἀρτεμία, η (Α) αρτεμής
1. η υγεία, η καλή κατάσταση της υγείας
2. η ανάρρωση.

Greek Monotonic

ἀρτεμία: ἡ, αβλάβεια, ασφάλεια, υγεία, σε Ανθ.