ἀπρασία

Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of purchasers, no sale, Eup.62, D.27.21, 34.8.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, das Nichtverkaufen, Mangel an Absatz, φορτίων Dem. 34, 8; vgl. 27, 21; Eupol. B. A. 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρᾱσία: ἡ, ἔλλειψις ἀγοραστῶν, οὐδεμία πώλησις, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «κεσάτ(ι)», Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 26, Δημ. 820. 2., 909. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut de vente, manque d’acheteurs.
Étymologie: ἄπρατος.

Spanish (DGE)

(ἀπρᾱσία) -ας, ἡ
falta de compradores sin cont., Eup.70, τῶν δ' ἔργων ἀπρασίαν falta de venta de productos manufacturados D.27.21, τῶν φορτίων D.34.22, cf. PIand.100.9 (IV d.C.) cj. en BL 3.87 (pero cf. ἀπραγία).

Greek Monolingual

ἀπρασία, η (Α)
έλλειψη αγοραστών.

Greek Monotonic

ἀπρᾱσία: ἡ, έλλειψη αγοραστών, το να μη γίνεται ούτε μια πώληση, σε Δημ.