βαθυκήτης

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

πόντος

   A deep yawning sea, Thgn.175; cf. μεγακήτης.

German (Pape)

[Seite 424] ες (κῆτος), tief gehöhlt, πόντος Theogn. 175; daraus Luc. Tim. 26.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠκήτης: πόντος, ἡ βαθεῖα καὶ χαίνουσα θάλασσα, Θέογν. 175· πρβλ. μεγακήτης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
aux abîmes peuplés d’énormes poissons.
Étymologie: βαθύς, κῆτος.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠκήτης) -ες
de abismos poblados de monstruos πόντος Thgn.175 (var.), Luc.Tim.26.

Greek Monotonic

βᾰθῠκήτης: -ες (κῆτος), αυτός που έχει αχανές βάθος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Θέογν.