βαρύμισθος

Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A largely paid, grasping, AP5.1.

German (Pape)

[Seite 434] schweren Lohn nehmend, theuer, Ep. ad. 56 (V, 2).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύμισθος: -ον, ὁ βαρέως πληρωνόμενος, ἄπληστος, πλεονέκτης, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un prix lourd.
Étymologie: βαρύς, μισθός.

Spanish (DGE)

(βᾰρύμισθος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de precio alto, caro τὴν καταφλειξίπολιν Σθενελαΐδα τὴν βαρύμισθον AP 5.2.

Greek Monolingual

βαρύμισθος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μεγάλο μισθό.

Greek Monotonic

βᾰρύμισθος: -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ.