διαπαύω

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A bring to an end, conclude, τὸν βίον, i.e. die, prob. in SIG494.4 (Delph., iii B.C.):—Med., rest between times, pause, Pl. Smp.191c, R.336b:—Pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο had ceased for the time being, X.HG4.4.14.

German (Pape)

[Seite 594] (s. παύω), dazwischen, wechselsweise ausruhen lassen; Xen. Hipp. 7, 18; D. H. de C. V. 12. – Med., dazwischen ausruhen, Plat. Tim. 78 e Rep. I, 336 b; – pass., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, die Heere waren aufgelös't, Xen. Hell. 7, 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαύω: κάμνω τι νὰ παύσῃ, τήν ταυτότητα Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 12. - Μέσ., ἀναπαύομαι μεταξύ…, σταματῶ, διακόπτω, Πλάτ. Συμπ. 191C, Πολ. 336Β. - Παθ., αἱ στρατιαὶ διεπέπαυντο, εἶχον διαλυθῆ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

détruire.
Étymologie: διά, παύω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 medic. tener pausas, ser intermitente ῥῖγος καὶ πυρετὸς διαπαύων Hp.Int.12, cf. Loc.Hom.1, οὐ μὴ διαπαύσῃ ἐξ ὑμῶν ὀδύνη LXX Os.5.13.
2 en v. med. hacer una pausa, cesar un momento, en el diálogo, Pl.R.336b, Lib.Ep.44, 128, en los combates αἱ στρατιαὶ ... διεπέπαυντο X.HG 4.4.14
de actividades vitales, ejercicio cesar, descansar Pl.Smp.191c, Ti.78e, Thphr.Sud.31.
II tr.
1 llevar a término, concluir διέπαυσε τὸμ βίον FD 184.4 (III a.C.), τὰ τοιαῦτα Philostr.VA 6.13.
2 dejar de utilizar, dejar οὐ διαπαύσετε ἅλα διαθήκης κυρίου ἀπὸ θυσιασμάτων ὑμῶν no dejaréis la sal de la alianza del Señor fuera de vuestros sacrificios LXX Le.2.13.

Greek Monolingual

διαπαύω (AM)
1. διακόπτω, σταματώ κάτι
2. φρ. «διαπαύω τον βίον» — πεθαίνω
3. καλώ κάποιον να διακόψει την εργασία για να ξεκουραστεί
4. μέσ. α) αναπαύομαι
β) φρ. «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» — οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί.

Greek Monotonic

διαπαύω: μέλ. -σω, ανακόπτω, καταπαύω — Μέσ., αναπαύομαι στα μεσοδιαστήματα, κάνω παύση, κατ' εναλλαγή, σε Πλάτ. — Παθ., παύω να υπάρχω, διαλύομαι, σε Ξεν.