δυσοδοπαίπαλος

Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A difficult and rugged, prop. of a mountain road: metaph., A.Eu.387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 685] durch Felsen unwegsam; übtr., λάχη θεῶν Aesch. Eum. 366, Schol. δυσπαράβατα.

Greek (Liddell-Scott)

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον, δύσκολος καὶ πετρώδης, δύσβατος, κυρίως ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches impraticables.
Étymologie: δύσοδος, παίπαλα.

Spanish (DGE)

(δυσοδοπαίπᾰλος) -ον
de camino áspero, escarpado dud., fig. λάχη θεῶν ... δυσοδοπαίπαλα δερκομένοισι καὶ δυσομμάτοις ὁμῶς A.Eu.387, cf. Sch.A.Eu.388.

Greek Monolingual

δυσοδοπαίπαλος, -ον (Α)
(για δρόμο) δύσβατος εξαιτίας βράχων κ.λπ.

Greek Monotonic

δυσοδοπαίπᾰλος: -ον (ὁδός, παιπαλόεις), δύσκολος και πετρώδης, δύσβατος, ανώμαλος, απότομος, τραχύς, σε Αισχύλ.