ἐκθερίζω

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A reap or mow completely, of a crop, θέρος D.53.21, cf. PEdgar27.5 (iii B.C.), LXXLe.19.9, Alciphr.3.16 : metaph. of men, τοὺς γηγενεῖς ἐξεθερίσατε Sch.A.R.4.1031, cf. E.Fr.373 :—Pass., Thphr.CP4.6.1.    2 cut out, τὴν γλῶσσαν ἐκθερίξω (aor. subj.) Anacreont.9.7.

German (Pape)

[Seite 760] ganz aberndten, abmähen, Dem. 53, 21; πυρούς Alciphr. 3, 16; a. Sp. Uebertr., τῶν μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει τε καὶ θερίζεται πάλιν Eur. frg. bei Stob. flor. 105, 19; τοὺς γηγενεῖς Schol. Ap. Rh. 4, 1033; ἐκθερίξω γλῶσσαν Anacr. 9, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, θερίζω ἐντελῶς, ἐπὶ σπαρτῶν, θέρος ἐκθ. Δημ. 1253. 15: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐν τῷ παθ. Εὐρ. (Ἀποσπ. 419) παρὰ Πλουτ. 2. 104Β.

French (Bailly abrégé)

achever de faucher, de moissonner.
Étymologie: ἐκ, θερίζω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐχθ- PCair.Zen.155 (III a.C.)
1 cosechar completamente, recolectar θέρος D.53.21, cf. E.Fr.373, τὸν πρώϊον σῖτον PCair.Zen.l.c., cf. LXX Le.19.9, I.AI 14.448, γῆν PTeb.743.10 (II a.C.), τὰ αὐτόματα ἀναβαίνοντα τοῦ ἀγροῦ LXX Le.25.5, πυρούς Alciphr.2.13.1, en v. pas. ὅπως ... ἐκθερισθῇ τὸ ὅλον ὁ καρπός (τοῦ αἰγίλωπος) Thphr.CP 4.6.1, cf. PStras.662.9 (III a.C.)
fig. τὸ χρυσίον ἐ. cosechar oro App.Mith.9, τοὺς τῆς ἀδικίας ἐκθεριοῦσι καρπούς cosecharán los frutos de su iniquidad Cyr.Al.M.71.257D.
2 esquilmar, extirpar, destruir (γεννήματα) ἃ ὑετὸς ... ἄγριος ἐξεθέρισεν Gr.Naz.M.35.941B, τὴν γλῶσσαν Anacreont.10.7, τοὺς γηγενεῖς Sch.A.R.4.1031-1035
c. ac. y gen. separat. πάντας ἐκθερίζειν ... τῆς Ἐκκλησίας extirpar a todos de la Iglesia Chrys.M.50.727
c. compl. sobreentendido σὺ μὲν γὰρ κατασπείρεις ..., ἀκρίδων δὲ νέφος ... ἐκθερίσει pues tú siembras, pero una nube de langostas arrasará (la cosecha), Ph.2.429
en v. pas. τῶν μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει τε κἀκθερίζεται πάλιν E.Fr.415 (var.), ὡς οὕτως ἐκθερισθεῖεν τοῦ βίου οἱ παρασπονδήσοντες Eust.414.3.

Greek Monolingual

ἐκθερίζω (AM)
1. θερίζω εντελώς, αποτελειώνω τον θερισμό
2. (για πρόσ.) θανατώνω
3. αποκόπτω, κόβω κάτι πέρα ώς πέρα.

Greek Monotonic

ἐκθερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, θερίζω ή δρέπω εντελώς, σε Δημ.