ἐκπτήσσω

Revision as of 22:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (Dor.) E.Hec.179 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 777] herausscheuchen; οἴκων μ' ἐξέπταξας Eur. Hec. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπτήσσω: κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ, οἴκων με ἐξέπταξας (Δωρ.) Εὐρ. Ἑκ. 180.

French (Bailly abrégé)

ao. dor. 2ᵉ sg. ἐξέπταξας;
faire sortir tout tremblant.
Étymologie: ἐκ, πτήσσω.

Spanish (DGE)

espantar c. ac. y gen. separat. οἴκων μ' ... ἐξέπταξας me has hecho salir espantada de la casa E.Hec.179.

Greek Monolingual

ἐκπτήσσω (Α)
κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω.

Greek Monotonic

ἐκπτήσσω: μέλ. -ξω, τρομάζω κάποιον και τον κάνω να φύγει, οἴκωνμε ἐξέπταξας (Δωρ.), σε Ευρ.