ἐκπτήσσω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (Dor.) E.Hec.179 (lyr.).
Spanish (DGE)
espantar c. ac. y gen. separat. οἴκων μ' ... ἐξέπταξας me has hecho salir espantada de la casa E.Hec.179.
German (Pape)
[Seite 777] herausscheuchen; οἴκων μ' ἐξέπταξας Eur. Hec. 180.
French (Bailly abrégé)
ao. dor. 2ᵉ sg. ἐξέπταξας;
faire sortir tout tremblant.
Étymologie: ἐκ, πτήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπτήσσω: (дор. aor. ἐξέπταξα) пугая выгонять, выпугивать (οἴκων τινὰ ὥστ᾽ ὄρνιν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπτήσσω: κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ, οἴκων με ἐξέπταξας (Δωρ.) Εὐρ. Ἑκ. 180.
Greek Monolingual
ἐκπτήσσω (Α)
κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω.
Greek Monotonic
ἐκπτήσσω: μέλ. -ξω, τρομάζω κάποιον και τον κάνω να φύγει, οἴκωνμε ἐξέπταξας (Δωρ.), σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ξω
to scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (doric) Eur.