ἐναποθραύω

Revision as of 22:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A break off in, ὀϊστοὺς τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.

German (Pape)

[Seite 828] (s. θραύω), zerbrechen in, τραύμασι Plut. Crass. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποθραύω: θραύω ἐντός, κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀϊστοῖς ἐναποθραύειν τοῖς τραύμασι Πλουτ. Κράσσ. 25.

French (Bailly abrégé)

briser dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποθραύω.

Spanish (DGE)

romper dentro de c. dat. κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀιστοῖς ἐ. τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.

Greek Monolingual

ἐναποθραύω (Α)
σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.

Greek Monotonic

ἐναποθραύω: μέλ. -σω, σπάζω μέσα σε μία πληγή, με δοτ., σε Πλούτ.