ἐπίξυνος

Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, poet. for ἐπίκοινος, ἐ. ἄρουρα a

   A common field, in which several persons have rights, Il.12.422.

German (Pape)

[Seite 967] poet. = ἐπίκοινος, z. B. ἄρουρα, ein Gemeindefeld, Il. 12, 422.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐπίκοινος, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. ἐπινομία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé en commun.
Étymologie: ἐπί, ξυνός.

Greek Monolingual

ἐπίξυνος, -ον (ποιητ. τ. του ἐπίκοινος) (Α) ξυνός
αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζίἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. αντί ἐπίκοινος, κοινός, συνήθης, σε Ομήρ. Ιλ.