ἐπινομία
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἡ, a grazing over the boundaries: right of pasture, X.Cyr.3.2.23 (pl., cf, Poll.7.184), Berl.Sitzb.1927.7 (Locr., v B.C.), IG9(2).61.7 (Lamia), 5(2).511 (Arc., iii/ii B.C.); ἐ. ἐν τᾷ Δελφίδι SIG534.15 (Delph., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 966] ἡ, der Vertrag zweier Nachbarstaaten, das Vieh auf dem gegenseitigen Lande weiden zu lassen, Triftgerechtigkeit, Xen. Cyr. 3, 2, 23; vgl. Inscr. 1325 u. Poll. 7, 184.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit de pâture réciproque entre deux peuples voisins.
Étymologie: ἐπινέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινομία: ἡ эпиномия, взаимное право выпаса скота на чужой территории (в порядке соглашения между сопредельными государствами) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινομία: ἡ, (ἐπινέμομαι) δικαίωμα διὰ συμβάσεως δύο ὁμόρων ἐπικρατειῶν νὰ βόσκωνται τὰ κτήνη αὐτῶν εἰς τὰς χώρας ἑκατέρων, ἐπιγαμίας δ’ εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23, Πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 184, Συλλ. Ἐπιγρ. 1335. 13., 1569. 37., 1724 b, κ. ἀλλ.· ἴδε τὰς λέξεις ἐπεργασία, ἐπιγαμία· - οὕτως, ἐπινόμιον, τό, τὸ διὰ βοσκὴν καταβαλλόμενον ἀργύριον, αὐτόθι 1537· πρβλ. ἐννόμιον.
Greek Monolingual
η (Α ἐπινομία)
το δικαίωμα που αποκτούν ἐπειτα από σύμβαση οι κάτοικοι δύο γειτονικών χωρών να βόσκουν τα ζώα τους και στις δύο χώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -νομία < νόμος.
Greek Monotonic
ἐπινομία: ἡ (ἐπινέμομαι), βόσκηση πέραν των ορίων· αμοιβαίο δικαίωμα βοσκής, που περιέρχεται στους πολίτες δύο γειτονικών κρατών, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπινομία, ἡ, [ἐπινέμομαι]
a grazing over the boundaries: a mutual right of pasture, vested in the citizens of two neighbouring states, Xen.