εὐψάμαθος

Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ψᾰ], ον,

   A sandy, AP6.223 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1111] sandreich, ἠϊών Ant. Sid. 14 (VI, 223).

Greek (Liddell-Scott)

εὐψάμᾰθος: -ον, ἀμμώδης, πλήρης ἄμμου, Ἀνθ. Π. 6. 223.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de sable.
Étymologie: εὖ, ψάμαθος.

Greek Monolingual

εὐψάμαθος, -ον (Α)
αμμώδης, γεμάτος άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψάμαθος «άμμος»].

Greek Monotonic

εὐψάμᾰθος: -ον, αμμώδης, σε Ανθ.