ἡδυπαθέω

Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A live pleasantly, enjoy oneself, X.Cyr.1.5.1, Jul.Mis.342b; ἡ. ἀπό τινος X.Oec.5.2.

German (Pape)

[Seite 1154] wohlleben, sich dem Vergnügen ergeben, Xen. Cyr. 1, 5, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπᾰθέω: ζῶ τρυφηλῶς, ἀπολαύω τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 1· ἡδ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mener une vie efféminée.
Étymologie: ἡδυπαθής.

Greek Monotonic

ἡδυπᾰθέω: (ἡδυπαθής), μέλ. -ήσω, ζω τρυφηλά, απολαμβάνω τις ηδονές του σώματος, είμαι πολυτελής, σε Ξεν.