[Seite 1144] lebende Wesen, Junge hervorbringen, Arist. H. A. 5, 27; Luc. V. H. 1, 22 u. Sp.
-ῶ :engendrer des êtres vivants.Étymologie: ζῷον, ποιέω.
ζῳοποιέω: (ζῷον), μέλ. —ήσω,I. παράγω, γεννώ ζώα, σε Αριστ., Λουκ. II.ζωο-ποιέω (ζωός), κάνω κάποιον ζωντανό, παρέχω ζωή, ζωογονώ, σε Καινή Διαθήκη