Θόωσα

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Thoôsa « la rapide », f. OD;
2 la Rapidité personnifiée.
Étymologie: θοός.

English (Autenrieth)

a nymph, the daughter of Phorcys, and mother of Polyphēmus.

Greek Monolingual

Θόωσα, ἡ (Α) θοός
μόνο ως κύριο όν.. νύμφη, κόρη του Φόρκυνος, μητέρα του Κύκλωπα Πολυφήμου, προσωποποίηση της ταχύτητας.

Greek Monotonic

Θόωσα: ἡ (θοός), η Ταχύτητα, σαν κύριο όνομα, σε Ομήρ. Οδ.