Θόωσα
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 Thoôsa « la rapide », f. OD;
2 la Rapidité personnifiée.
Étymologie: θοός.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Θόωσα, ἡ (Α) θοός
μόνο ως κύριο όν.. νύμφη, κόρη του Φόρκυνος, μητέρα του Κύκλωπα Πολυφήμου, προσωποποίηση της ταχύτητας.
Greek Monotonic
Θόωσα: ἡ (θοός), η Ταχύτητα, σαν κύριο όνομα, σε Ομήρ. Οδ.