κοινόφρων

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A like-minded with, τινι E.Ion577, IT1008.

German (Pape)

[Seite 1469] ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν φρόνημα μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
en communauté de sentiments avec, τινι.
Étymologie: κοινός, φρήν.

Greek Monolingual

κοινόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό-φρων, παρά-φρων].

Greek Monotonic

κοινόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει την ίδια γνώμη, τινί, σε Ευρ.