κυνόμυια

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. κυνάμυια.    II = ψύλλιον, Dsc.4.69.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόμυια: ἡ, ἴδε κυνάμυια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. κυνάμυια.

Greek Monolingual

κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].

Greek Monotonic

κῠνόμυια: ἡ = κυνάμυια, σε Ανθ., Λουκ.