κυνόμυια
English (LSJ)
ἡ,
A v. κυνάμυια. II = ψύλλιον, Dsc.4.69.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόμυια: ἡ, ἴδε κυνάμυια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. κυνάμυια.
Greek Monolingual
κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].
Greek Monotonic
κῠνόμυια: ἡ = κυνάμυια, σε Ανθ., Λουκ.