ψύλλιο

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

και ψυλλίο(ν), το / ψύλλιον και ψυλλίον, ΝΑ, και ψύλλειον Α φύλλα
είδος φυτού που σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ψυλλόχορτο.