ψύλλιο

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek Monolingual

και ψυλλίο(ν), το / ψύλλιον και ψυλλίον, ΝΑ, και ψύλλειον Α φύλλα
είδος φυτού που σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ψυλλόχορτο.