μισόπολις

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A hating the commonwealth, Ar.V.411 (lyr.), Arist.Rh.Al.1442a13.

German (Pape)

[Seite 192] ιος, die Stadt, den Staat hassend, ἀνήρ, Ar. Vesp. 411.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν πόλιν, τὴν πολιτείαν, Ἀριστοφ. Σφ. 411, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
ennemi de la cité.
Étymologie: μισέω, πόλις.

Greek Monolingual

μισόπολις, -εως, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλις (πρβλ. φιλό-πολις)].

Greek Monotonic

μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.