μνηστήρ

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Dor. μναστ-, ῆρος, ὁ, Ep. dat. pl. μνηστήρεσσι,

   A wooer, suitor, freq. in Od. of the suitors of Penelope, 1.91, al., cf. Pi.P.9.106, Th.1.9, S.Tr. 9, 15: c. gen., παιδὸς τῆς ἐμῆς μ. Hdt.6.130; γάμων μ. A.Pr.740: metaph., μ. ἀγώνων, πολέμου, στεφάνων, Pi.P.12.24,N.1.16,Fr.19; καλοῖς ἔργοις ὧν μνηστῆρα τὸν κίνδυνον εἶναι J.AJ17.6.2.    II Μναστήρ, ὁ, a month at Messene, IG5(1).1447 (iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 195] ῆρος, ὁ, der Freier, oft in der Od. von den Freiern der Penelope, μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, 1, 368; Pind. P. 9, 110; γάμων, Aesch. prom. 742; Soph. Tr. 9. 15; Eur. Hel. 98 u. öfter; τοὺς Ἑλένης μνηστῆρας auch Thuc. 1, 9; Plat. Ion 535 b; Xen. Cyr. 8, 4. 15; Sp. wie Luc. V. H. 2, 35; – der Erinnerer, Anreger, εὐκλεᾶ μναστῆρ' ἀγώνων, Pind. P. 12, 24, u. λαὸν πολέμου μναστῆρα, N. 1, 16, des Kampfes gedenkend; nachgeahmt bei Nonn., εἰλαπίνης μνηστήρ, = μνήμων.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστήρ: Δωρ. μναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ἐπικ. δοτ. πληθ., μνηστήρεσσι· (μνάομαι)· - ὁ ἐπιζητῶν τὴν ἀγάπην γυναικός, ὁ θέλων νὰ λάβῃ γυναῖκά τινα εἰς γάμον καὶ ζητῶν αὐτήν, ἐραστής, «ἀρραβωνιαστικός», συχν. ἐν τῇ ’Οδ. ἐπὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, πρβλ. Σοφ. Τρ. 9 καὶ 15· μετὰ γεν., παιδὸς ἐμῆς μν. Ἡρόδ. 6. 130· ὡσαύτως, γάμων μν. Αἰσχύλ. Πρ. 739. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν εἰς τὴν μνήμην, φέρων εἰς τὸν νοῦν, ἀγώνων, πολέμου, Πινδ. Π. 12. 41, Ν. 1. 24.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui recherche en mariage, prétendant.
Étymologie: μνάομαι.

English (Autenrieth)

ῆρος (μνάομα Od. 9.2): only pl., suitors, of whom Penelope had 108, and they had 10 servants, Od. 16.247.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ) μνηστήρ
βλ. μνηστήρας.

Greek Monotonic

μνηστήρ: (μνάομαι), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. μνηστήρεσσι·
I. αυτός που επιζητεί την εύνοια μιας γυναίκας, ο διεκδικητής της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς μνηστήρ, σε Ηρόδ.· γάμων μνηστήρ, σε Αισχύλ.
II. αυτός που ανακαλεί στη μνήμη, που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ.