διεκδικητής
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
διεκδικητοῦ, ὁ, = Lat. defensor, ib. 10.11.8.7a (pl.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ defensor, Cod.Iust.10.11.8.7a.
Greek Monolingual
ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) διεκδικώ
νεοελλ.
1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμα («διεκδικητής περιουσίας»)
2. υποψήφιος, μνηστήρας («διεκδικητής του θρόνου»)
μσν.
1. υπερασπιστής
2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος.