μισθοφόρος

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 191] Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισθοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφόρος: -ον, ὁ λαμβάνων μισθόν, ὁ ἐργαζόμενος ἐπὶ μισθῷ, μισθωτός, μ. ἄνθρωποι Δημ. 661. 6· δικαστήρια Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 4· μ. ἐν λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 165D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μισθοφόροι, οἱ, μισθωτοὶ στρατιῶται, Θουκ. 1. 35, κ. ἀλλ., Ξεν., κλ.· ― ὡσαύτως, μ. τριήρεις, πλοῖα ἔχοντα πλήρωμα ἐκ μισθοφόρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit un salaire, une solde ; subst. soldat mercenaire, soldat en gén.
Étymologie: μισθός, φέρω.

Greek Monolingual

ο (Α μισθοφόρος, -ον)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό
2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι
έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και πολιτικής ομάδας συγκροτημένοι σε ειδικά σώματα ή εντασσόμενοι στις ένοπλες δυνάμεις του
αρχ.
φρ. «μισθοφόροι τριήρεις» — πλοία τών οποίων τα πληρώματα αποτελούνταν από μισθοφόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -φόρος].

Greek Monotonic

μισθοφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που λαμβάνει μισθό ή πληρωμή, που παρέχει δημόσια υπηρεσία αντί μισθού, μισθοφόρος, σε Πλάτ., Δημ.
II. ως ουσ., μισθοφόροι, οἱ, μισθοφόροι στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, μισθοφόροι τριήρεις, γαλέρες (τριήρεις) επανδρωμένες με μισθοφόρους, σε Αριστοφ.