ξενηλατέω

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A banish foreigners, in Pass., Ar.Av.1013, Plb.9.29.4, D.S.40.3.

German (Pape)

[Seite 276] Fremde vertreiben; ὥςπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται, Ar. Av. 1012; Sp., ἐκ πάσης ἐξενηλατοὖντο τῆς Ἑλλάδος, Pol. 9, 29, 4; übtr., Plut. Symp. 8, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενηλᾰτέω: ἐκδιώκω, ἐξορίζω τοὺς ξένους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1013, Πολύβ. 9. 29, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bannir les étrangers.
Étymologie: ξένος, ἐλατός, au sens de ἐλατήριος.

Greek Monotonic

ξενηλᾰτέω: (ἐλαύνω), μέλ. -ήσω, εκδιώκω, εξοστρακίζω, εξορίζω τους ξένους, σε Αριστοφ.