ὀλοθρευτής
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.
English (Strong)
from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.
English (Thayer)
( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).
Greek Monotonic
ὀλοθρευτής: -οῦ, ὁ, καταστροφέας, σε Καινή Διαθήκη