ὀλοθρευτής
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, destroyer, I Epic Cor. 10.10; — fem. ὀλοθρεύτρια, gloss on λοιγίστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, der Verderber, N.T., Hesych. λυμεών.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.
English (Strong)
from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.
English (Thayer)
( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῖος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).
Greek Monotonic
ὀλοθρευτής: -οῦ, ὁ, καταστροφέας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀλοθρευτής: οῦ ὁ истребитель, губитель NT.
Middle Liddell
ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ,
a destroyer, NTest.
Chinese
原文音譯:Ñloqreut»j 哦羅特留帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:全部 敗壞(者) 相當於: (שָׁחַת)
字義溯源:敗壞者,毀滅者,滅命者;源自(ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)=滅);而 (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)出自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞), (ὀλέθριος / ὄλεθρος)又出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 滅命的(1) 林前10:10